εξαΰλωση — η 1. η μεταβολή σε άυλη κατάσταση, η εξιδανίκευση. 2. (φυσ.), εκμηδένιση υλικών σωματιδίων και σύστοιχη εμφάνιση ενέργειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γουναρόπουλος, Γεώργιος — (Σωζόπολη Βουλγαρίας 1890 – Αθήνα 1977). Ζωγράφος. Ο Γ., γνωστός και ως Γουναρό, ήταν γιος Ελλήνων ψαράδων της Μαύρης θάλασσας. Σε ηλικία δεκαέξι ετών ήρθε στην Ελλάδα και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική έως το 1912. Μετά … Dictionary of Greek
Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… … Dictionary of Greek
Χιμένεθ, Χουάν Ραμόν — (Jimιnez, Μογκέρ 1881 – Σαν Χουάν δε Πουέρτο Ρίκο 1958). Ισπανός ποιητής. Εγκαινίασε μαζί με τον Αντόνιο Ματσάδο τη μεγάλη εποχή της ισπανικής ποίησης του 20ού αι. Ανδαλουσιανός στην καταγωγή και στην ευαισθησία, ύστερα από μερικά ταξίδια στη… … Dictionary of Greek
εξαϋλωτικός — ή, ό που προκαλεί εξαΰλωση ή εξιδανίκευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)